- λάταγες
- λάταξthe drops of wine in the bottom of the cup which were thrown into a basin with a splashfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… … Dictionary of Greek
λαταγώ — λαταγῶ, έω (Α) [λάταξ] ρίχνω στο ποτήρι τις λάταγες … Dictionary of Greek